φόβας

φόβας
φόβᾱς , φόβη
lock
fem acc pl
φόβᾱς , φόβη
lock
fem gen sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ιπποφοβάς — ἱπποφοβάς, ἡ (Α) ίππου φόβος, μυθικό φυτό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) * + φοβάς < φέβομαι «τρέπομαι φοβισμένος σε φυγή»] …   Dictionary of Greek

  • υπνοφόβης — ὁ, Α αυτός που φοβίζει κάποιον στον ύπνο του, εφιαλτικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕπνος + φόβης (< φέβομαι «φοβάμαι», πιθ. μέσω τού τ. φόβη*, ο οποίος, όμως, διαφέρει οημασιολογικώς), πρβλ. ὑδρο φόβᾱς] …   Dictionary of Greek

  • φόβη — Είδος ταξιανθίας στα φυτά. Στον στενόμακρο κύριο άξονά της αναπτύσσονται πλευρικά κλαδιά, τα οποία με τη σειρά τους διακλαδίζονται και βγάζουν άνθη ξεχωριστά το καθένα ή μικρές ταξιανθίες. Η φ. λέγεται συμπιεσμένη, όταν τα κλαδιά συμπιέζονται… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”